αποθηριώνω

αποθηριώνω
(AM ἀποθηριῶ, -όω)
μεταμορφώνω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω
(αρχ., -ούμαι)
1. γίνομαι θηρίο
2. είμαι γεμάτος θηρία («ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῑλος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποθηριώνω — αποθηριώνω, αποθηρίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποθηριώνω — ίωσα, ώθηκα, ωμένος, εξερεθίζω κάποιον τόσο ώστε να γίνει πολύ άγριος, εξοργίζω πάρα πολύ: Η δολοφονική απόπειρα εναντίον του τον είχε αποθηριώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποβαρβαρώνω — εκβαρβαρίζω, αποθηριώνω …   Dictionary of Greek

  • επιθηριώ — ἐπιθηριῶ, όω (Α) 1. δίνω σε κάποιον χαρακτηριστικά θηρίου 2. μτφ. μεταβάλλω σε θηρίο, αποθηριώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαγριώνω — εξαγρίωσα, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ολωσδιόλου άγριο, ατίθασο, τον αποθηριώνω: Εξαγριώθηκε η κλώσα όταν έκανε πουλάκια. 2. μτφ., εξερεθίζω κάποιον, τον εξοργίζω, τον κάνω θηρίο από το θυμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”